ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΕ ΕΚΕΙΝΕΣ ΤΙΣ ΓΙΑΓΙΑΔΕΣ ΤΗΣ ΣΚΛΗΡΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ
της δημοσιογράφου Μαργαρίτας Ικαρίου
Στην αρχή νομίζεις πως απλά κουράστηκες. Η μέση που «σε τραβάει», γιατί τάχα στραβοκοιμήθηκες. Η καρέκλα στο γραφείο είναι κουραστική κι έμεινες ώρες καθηλωμένη στη δουλειά.
Μετά, σου κόβεται η ανάσα καθώς τρέχεις αλαφιασμένη να προλάβεις όλες εκείνες τις καθημερινές οικογενειακές υποχρεώσεις. Έπειτα, οι λογαριασμοί κι η εφημερίδα αποκτούν ξαφνικά «μπερδεμένα» γράμματα και για να τα δεις, πρέπει να μετακινήσεις το χαρτί στο μήκος του καρπού σου. Το ότι αποζητάς να χουχουλιάζεσαι επί ώρες στην ηλεκτρική κουβέρτα…
Η εμμηνόπαυση και κάτι τσιμπηματάκια στην καρδιά και την διάθεση. Ο γιατρός που επιμένει να κόψεις το τσιγάρο, οι εξετάσεις και οι ρημαδοχοληστερίνες που έχουν πάρει τον ανήφορο, το σάκχαρο που δεν πέφτει.
Τα παπούτσια που δεν είναι πια δωδεκάποντα. Τα αθλητικά, που όταν σκύβεις για να τα φορέσεις, το στέρνο διαμαρτύρεται. Τα μαλλιά που χαϊδεύουν πια το πάτωμα κι όχι το μεσόφρυδο. Οι ρυτίδες γύρω από τα χείλια και το «πόδι της χήνας» στην άκρη των ματιών.
Η βαριά διάθεση και το ακόμη πιο βαρύ κορμί. Ο απογευματινός κλεφτός ύπνος στον καναπέ, μπροστά στην ανοιχτή τηλεόραση. Η αίσθηση πως “η μπογιά σου” παρά την πληθώρα καλλυντικών, αρχίζει και ξεβάφει…
Τα βλέπεις τα σημάδια, μα κάνεις πως δεν τα βλέπεις. Το βιολογικό ρολόι δεν ξεμένει το ρημάδι από την αμείλικτη μπαταρία των ετών που πέρασαν. Μα, με την ανθρώπινη αλαζονεία να πρυτανεύει, πας κόντρα στην ηλικιακή σου κατάταξη. Ξαφνικά αποκτάς νεανίζουσες συμπεριφορές: Ό,τι σε βοηθά να συγκρατήσεις το χρόνο. Ό,τι κρατά τη διάθεσή σου πιο κοντά στην ηλικία της καρδιάς κι όχι της ταυτότητας.
Αρχίζεις να αρέσκεσαι στο παιχνίδι της πρόκλησης. Με όψιμο παλιμπαιδισμό επιδίδεσαι σε ένα ανηλεές κυνηγητό παράτασης στη νιότη, παίζοντας τον τελευταίο σου ρόλο στην «παράσταση» πως μπορείς, ναι ακόμη μπορείς, να ελκύεις το αντίθετο φύλο. Το αέναο παιχνίδι του φλερτ μετατρέπεται σε πρόκριμα «νεανικότητας».
Η «κρυφή» κρέμα ανασύρεται από το βάθος του ντουλαπιού, οι πολυβιταμίνες μπαίνουν καθημερινά στο πρωϊνό, κάτι ψιλοεπεμβασούλες αισθητικής, η «εικόνα» να λουστραριστεί, μπας και μείνει για λίγο ακόμη «γυαλιστερή».
Ο Γιώργος Ζορμπάς (που τον μάθαμε ως «Αλέξη» απ’ το μυθιστόρημα του Καζαντζάκη) έγραφε σ’ ένα γράμμα που είχε στείλει στον συγγραφέα:
«Τίποτα δεν φοβάμαι. Έχω παλέψει με θεριά. Έχω πολεμήσει και με τ’ αληθινά θεριά, τους ανθρώπους. Τα βαλα και με τα μεγάλα θεριά, τη θάλασσα και τη γη. Και το μεγαλύτερο θεριό, τη γυναίκα, την αγάπησα.
Θεούς και διαβόλους δεν φοβάμαι. Για τον θάνατο ούτε που με νοιάζει.
Τίποτα δε φοβάμαι. Μόνο ένα: Τα γεράματα.
Φοβάμαι μην έρθει η στιγμή που δε θα μπορώ ούτε να κατουρήσω. Που θα περιμένω τη νύφη μου να με ταΐσει. Που δε θα μπορώ να σταθώ όρθιος.
Μόνο αυτό φοβάμαι. Που θα ’μαι γέρος κι ανήμπορος.»
Αυτήν την ανημποριά εκμεταλλεύονται εκείνοι που καπηλεύονται τα γηρατειά, όταν αναπόφευκτα φθάνουν… Οι ανάλγητοι συγγενείς, τα γηροκομεία-ακουμπιστήρια ψυχών, οι τυραννίσκοι των ανθρώπων που είναι πια αδύναμοι να αμυνθούν.
Περπατάω βιαστικά στους διαδρόμους πολυσύχναστου νοσοκομείου της πρωτεύουσας. Αχνόφωνα βογκητά ακούγονται από θάλαμο στα αριστερά μου. Η πόρτα είναι ανοιχτή. Μια γιαγιά αγωνίζεται να σηκωθεί από το κρεβάτι του πόνου. Στα λιπόσαρκα χέρια της μια καθιστή «πεταλούδα» χωρίς χρωματιστά φτερά κι η μακριά βελόνα που τη συνδέει με τον ορό. «Βοήθα με…» μου γνέφει.
Προσπαθώ να τη σηκώσω. Τα χέρια της δεν έχουν δύναμη να ωθήσουν το σώμα να σηκωθεί. Γαντζώνεται πάνω μου, σα στρείδι σε βράχο που το λούζει το κύμα… Φορά εσώρουχο ακράτειας, το φθαρμένο νυχτικό έχει κηλίδες, τα λιγοστά μαλλιά της έχουν κολλήσει στο κρανίο που φεγγίζει. Τα μάτια της συναντούν τα δικά μου.
Ντρέπεται γι αυτό που βλέπει ότι βλέπω. «Δεν έχω κάποιον να με βοηθήσει…» ψελλίζει. «Τα παιδιά σου;» ρωτάω, χωρίς να σκεφτώ. Μαγκώνομαι, όταν καταλαβαίνω τι είπα. Εκείνη στρέφει αλλού το κεφάλι, κάπου μακριά. Εκεί που η αγάπη στους γερασμένους γεννήτορες μας δεν έμπαινε στο ανταλλακτήριο περιουσιακών στοιχείων. Μήτε η συμπόνια κι η συμπαράσταση, ήταν άγνωστες. «Να σηκωθώ…» μου ζητά παρακλητικά.
Με δυσκολία καταφέρνω να σηκώσω το θεόβαρο, παρότι λιπόσαρκο, σώμα. Διαπιστώνω πόσο δύσκολα βοηθά κανείς ένα γέρικο κι αδύναμο κορμί. Πόσο τελικά αυτό το «σαρκίο» που κουβαλά τις πεθυμιές μας χρόνια και χρόνια, στο τέλος, μήτε τις βασικές μας λειτουργικές ανάγκες δεν είναι ικανό να εξυπηρετήσει…
«Σ ευχαριστώ…» ψελλίζει η γιαγιά, καθώς αδράχνει το «πι». «Είν’ άσχημο να γερνάς. Και πιο πολύ, σαν είσαι ολομόναχη…» συνεχίζει, πιο πολύ σα να μιλά στον εαυτό της.
«Το ξέρω… το καταλαβαίνω…» βιάζομαι να απαντήσω, με την καρδιά μαγκωμένη.
«Δεν ξέρεις!» απαντά με νεανική ορμή η γιαγιά, βγάζοντάς με από την αυταπάτη μου. «Αν δεν το ζεις, δεν μπορείς να καταλάβεις!». Φεύγω, δίχως λέξη.
Δεν ξέρεις τι ναι να γερνάς, παρά μόνον όταν γεράσεις.
Δεν ξέρεις τι είναι η μοναξιά κι η ανημποριά των γηρατειών, παρά μόνον όταν τη βιώνεις.
Όταν ακόμη κι οι πιο απλές καθημερινές ανάγκες, απαιτούν τιτάνια προσπάθεια.
Από το να ντυθεί κανείς και να τραφεί, ως και το ανέβει δυο σκαλιά, να περπατήσει ως το φαρμακείο, να πάρει το μεγεθυντικό φακό για να διαβάσει τη δυσανάγνωστη συνταγή, να μην ξεχάσει να πάρει τα πρωινά φάρμακα και να θυμηθεί να μην τα πάρει δύο φορές, γιατί ξέχασε πως ήδη τα έχει πάρει…
Να μπορεί να κλείσει ραντεβού για την «εξέταση» και να καταφέρει να πάει ως εκεί.
Να θυμάται το «πιν» για τη σύνταξη της πείνας και με μαθηματικούς υπολογισμούς να την κάνει να «φτάνει» ως το τέλος του μήνα.
Να μην μπερδεύει το όνειρο με την πραγματικότητα, να μπορεί να κόψει τα νύχια των ποδιών και να τρίψει την γυρτή πλάτη στο μπάνιο.
Να μην κλαίει όταν βλέπει συγκινητικές ταινίες και να μη δακρύζει ανεξέλεγκτα για όλα εκείνα τα πλην, στα συν της ζωής.
Να χει ένα χέρι που να αγκαλιάζει το γερασμένο κορμί κι ένα πιάτο ζεστό καλομαγειρεμένο φαγητό, ικανό να θρέψει την ανάγκη κάθε ανθρώπου για αγάπη…
Το σεβασμό και την εκτίμηση των επόμενων και των μεθεπόμενων της γενιάς, μια καλή λέξη την ώρα του πόνου, ένα καλωσόρισμα και μια πρόσκληση για συμμετοχή στους πολλοστούς κύκλους ζωής που κάνει κάθε οικογένεια…
Κι ας έχει χαθεί οριστικά εκείνος ο τύπος γιαγιάς που έγνεθε ιστορίες μπροστά στο τζάκι και του παππού που αφηγούνταν αληθινά και πλασματικά κατορθώματα… Κι ας έγιναν άξενες οι πόλεις μας και αφιλόξενα τα σπίτια μας, να μη χωράει η «τρίτη ηλικία» στις πτυχές ζωής των άλλων δύο…
Πλησιάζουν οι αναστάσιμες μέρες, ακόμη κι αυτήν την ανεόρταστη περίοδο, τη γεμάτη τραγικές ειδήσεις και ζοφερά συμβάντα.
Μα αυτό το άθλιο, μη κινηματογραφικό, ειδεχθές «Ι care a lot» που εκμεταλλεύεται τους ανθρώπους της ανημποριάς και της πιο σκληρής μοναξιάς, εξακολουθεί να παίζει στις σιωπηρές μαύρες οθόνες της κοινωνίας μας. Σε βάρος των μαραζωμένων ανθρώπων που ζουν τα βασανιστήρια της σκληρής αποπομπής τους από τις ζωές μας.
Καθώς η εκλογική περιπέτεια ήδη ορίστηκε χρονικά, οι απολίτιστοι πολιτικοί μας σαν άλλοι “Πιλάτοι”, θα νίπτουν πάλι πασχαλιάτικα τας χείρας τους ενώπιον τηλεοπτικών καμερών, καθώς «πουλάει» κάθε θέμα που κάνει επίκληση στο συναίσθημα.
Και θα επιδίδονται σε αντιπαραθέσεις δίχως νόημα και αλληλοκατηγορίες για εκείνα που έγιναν, δίχως λέξη για εκείνα που σκέφτονται ( ; ) να βελτιώσουν/εξυγιάνουν.
Κανείς τους δεν θα μιλήσει γι αυτό το κράτος-πρόνοιας που παραχώνει τους γέροντες σε γηροκομεία, μόνον αν η σύνταξή τους είναι «καλή». Κι αδιαφορεί στη συνέχεια για τις συνθήκες διαβίωσης κι επιβίωσής τους…
Για κείνους τους απόμαχους στα ορεινά μας χωριά, ούτε λόγος. Για τις ολομόναχες λιπόσαρκες γριούλες, τις καθηλωμένες σε κρεβάτια πόνου. Μια φορά την εβδομάδα το «βοήθεια στο σπίτι», ως σταγονίτσα φροντίδας στον ωκεανό της καθημερινής τους ανάγκης.
Άνθρωποι που αγάπησαν κι αγαπήθηκαν, διάβασαν βιβλία, μέθυσαν για σωστούς και λάθος λόγους, έκαναν οικογένειες, γλέντησαν μα και θρήνησαν, ξόδεψαν και ξοδεύτηκαν, γέλασαν κι έκλαψαν, έπαθαν κι έμαθαν.
Κείτονται σήμερα στα περιθώρια της δικής μας ζωής, ανήμποροι, θλιμμένοι και μόνοι, πιο μόνοι από ποτέ… Ακροπατούν στο βίο μας, μη θέλοντας να μας «επιβαρύνουν» με των γηρατειών τους τα παθήματα.
Νιώθουν πως «πιάνουν τόπο», πως η γωνιά τους αφήνει βαριά σκιά στο τρεχαλητό της μέρας μας.
Οι παλιές τους περιπέτειες, οι αναμνήσεις, οι πεθυμιές τους ξετρυπώνουν νύχτα κάτω από το κρεβάτι και ψάχνουν για κείνα τα παλιά παιδικά τους παιχνίδια, λουσμένα στο φως μιας αμυδρής σελήνης. Αυτής που το φως της σβήνει στην αχλύ του επόμενου πρωινού…
Τη Μεγάλη Εβδομάδα ξαφνικά, όλοι θα θυμηθούμε τους δικούς μας ηλικιωμένους, όπου κι αν τους έχουμε παρατήσει.Ξαφνικά, θα μας πιάσει το «φιλότιμο» και θα ξυπνήσουν οι βαρέως κοιμισμένες ενοχές μας.
Οι ευχές για «χρόνια πολλά» θα ακουστούν ειρωνικές σε κείνους που ξέρουν πως τα ξόδεψαν τα χρόνια τους τα «πολλά» κι έχουν μόνον λίγα. Οι πιο πολλοί δε μπορούν καν να σηκωθούν απ’ το κρεβάτι.
Έχουν καθετήρα και η «γυναίκα» που πληρώνουμε για να υποκαθιστά την αγάπη και το σεβασμό που δεν τους δείχνουμε, τους ταΐζει στο στόμα σα μωρά όταν είμαστε μπροστά. Το πως τους φέρεται σαν μένουν μόνοι κάτω από την κυριαρχία της, ελάχιστα μας θορυβεί…
Άλλες κι άλλοι, σε προχωρημένη άνοια, φωνάζουν ακατάληπτες λέξεις. Όσες ακόμα θυμούνται, ακουμπισμένες στο μαξιλάρι, κοιτάζουν ώρες τον απέναντι τοίχο και στα μάγουλα δακρυρροούν σταγόνες πίκρας.
Ένα πι, στη σιωπή.
Της γωνίας και της προθανάτιας αγωνίας…
👉ακολουθήστε την σελίδα μας στο facebook:https://www.facebook.com/enjoynews.gr