Ρετρό

Κωστής Παλαμάς: Ο ανεκπλήρωτος έρωτας του μεγάλου ποιητή

Είναι 61 ετών όταν ένα κορίτσι 20 ετών θα του άλλαζε τον κόσμο του.

Ο Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία και πέθανε σε ένα άλλο, γεμάτο σιωπές. Γεννήθηκε στις 13 Ιανουαρίου του 1859 στην Πάτρα και έχασε τους γονείς του νωρίς, αφήνοντας τους συγγενείς του, όλοι λόγιοι, να του μάθουν πώς να διαβάζει τον κόσμο.
Λίγα χρόνια μετά, το χαρακτήρισε αυτό το ποίημα «για γέλια».

Δεν ήταν σίγουρα ποιητής της εξωστρέφειας. 

Βρέθηκε δεκατέσσερις φορές εν  αναμονή του Νόμπελ χωρίς να το πάρει ποτέ, αλλά το μεγαλύτερο βραβείο του ήταν η αγάπη του κόσμου που λάτρεψε τα ποιήματα του.

Αλλά η ποίηση του Παλαμά δεν ήταν μονάχα εθνική. Δεν ήταν μονάχα ο ύμνος, δεν ήταν μόνο η γλώσσα και η κληρονομιά. Ήταν και μια γυναίκα που ο ίδιος ονόμασε «Ραχήλ».

Τα γεμάτα έρωτα ποιήματα του, δεν είδαν ποτέ τη βιτρίνα κάποιου βιβλιοπωλείου.

Ο ποιητής πριν έρθει η γυναίκα που ερωτεύτηκε 

Ο Κωστής Παλαμάς ήταν ανθρωπος κλειστός, σχεδόν σιωπηλός, μονήρης. Τα βραβεία και οι διακρίσεις πολλά, αλλά εκείνος παρέμενε ίδιος: ένας άντρας με χαμηλωμένο βλέμμα, που διάβαζε τους άλλους με περισσότερη προσοχή απ’ όσο διάβαζαν εκείνοι εκείνον.

Η ποίησή του; Ένα πεδίο μάχης. Ανάμεσα στην Ελλάδα του χτες και την Ελλάδα του αύριο, ανάμεσα στον λυρισμό και τον εσωτερικό μονόλογο. Από τους πρώτους που αγκάλιασαν τη δημοτική, που αντιτάχθηκαν στο καθαρευουσιάνικο παρελθόν.

Παντρεύτηκε τη Μαρία Βάλβη ένας γάμος χωρίς έρωτα.

Ένας άντρας σε μια συντηρητική Αθήνα, που έγραφε για μεγάλες ιδέες και έζησε μια ζωή προσαρμοσμένη στις μικρές συμβάσεις. Παντρεύτηκε τη Μαρία Βάλβη. Μια ένωση κοινωνικά αποδεκτή, ένας γάμος χωρίς δράματα. Μια σχέση γεμάτη αλληλοσεβασμό, αλλά όχι έρωτα. Το 1890 απέκτησαν την κόρη τους, Ναυσικά, κι ένα χρόνο αργότερα τον πρωτότοκο γιο τους, τον Λέανδρο που έφυγε νωρίς – τόσο νωρίς που ο Παλαμάς δεν μίλησε ποτέ γι’ αυτόν, μόνο έγραψε.

Μαρία Βάλβη η  σύζυγος του Κωστή Παλαμά

Όταν  ήρθε ο έρωτας

Χριστούγεννα του 1920. Είναι 61 ετών. Είναι ο Κωστής Παλαμάς, και τίποτα δεν προμήνυε ότι ένα κορίτσι 20 ετών θα του άλλαζε τον κόσμο.

Όταν την πρωτοείδε, εκείνη του είπε: «Δεν γνωρίζω τον ποιητή Παλαμά».Ήταν μια βραδιά στο σπίτι του ανιψιού του, με πολύ κόσμο τριγύρω τους να γελά και να συζητά.

Μόλις είδε την νεαρή κοπέλα Ελένη Κορτζά εντυπωσιάστηκε !

Εκείνη φαινόταν να κουβαλάει την νιότης, αλλά και το βάρος μιας αρρώστιας.Έπασχε από φυματίωση, μια γυναίκα που ήξερε από θάνατο. Ο ποιητής, που έζησε μια ζωή με τον θάνατο να τον κοιτάζει μέσα από τη λογοτεχνία, είχε τώρα μπροστά του έναν άλλον θάνατο, μια ζωή σε ταχεία αντίστροφη μέτρηση.

Ο Παλαμάς δεν ήταν άντρας που επέτρεπε στον εαυτό του αδυναμίες. Δεν ήταν άντρας που άφηνε χώρο για πάθη.Αλλά και εκείνη δεν ήταν μια συνηθισμένη γυναίκα.

Πολύ νέα, όμορφη, και διαφορετική από τις άλλες γυναίκες που είχε γνωρίσει. Δεν ήταν δεμένη με τα κοινωνικά πρέπει. Δεν τον φοβόταν. Δεν τον αντιμετώπιζε σαν μύθο.

Και αυτός σε εκείνη βρήκε  κάτι που δεν είχε γνωρίσει ποτέ.

Οι συναντήσεις τους γίνονταν τα Σάββατα, με άλλους γύρω τους, με βλέμματα που έμεναν ακίνητα, με λόγια που δεν έβρισκαν χώρο να ειπωθούν. Αλλά τα βλέμματα λένε περισσότερα απ’ όσα επιτρέπουν τα λόγια. Η Ελένη μπαίνει στη ζωή του, μετά από κάθε συνάντηση τους  ο Παλαμάς επέστρεφε στο “κελί”του όπως αποκαλούσε το σπίτι στην οδό Ασκληπιού 3 .Ήταν το δωμάτιο του Παλαμά και η φυλακή του, ο τόπος όπου μπορούσε να της μιλά χωρίς να κρατάει τις αποστάσεις που τους επιβάλλονταν.

Όταν έφευγε η Ελένη, εκείνος έγραφε.“Επέρασα μια νύχτα, τη νύχτα της Δευτέρας προς την Τρίτη, με το λυρικό, το μεθυστικό πυρετό της ενθύμησής σου. Το δειλινό της Δευτέρας μου το εξακολούθησε και μου το συμπλήρωσε η νύχτα ίσα με τα ξημερώματα της Τρίτης, με όλη την αχαλίνωτη ελευθερία της φαντασίας, με όλη την ωραία, την ηδονόπαθη, τη λογική, τη βαθυστόχαστη, την τρομαχτική, την εντατική ασυναρτησία του ονείρου (…)”

Της έγραφε γράμματα που έμοιαζαν με όνειρα, με πένθος, με κάτι που δεν θα έλεγε ποτέ δυνατά. Την αποκαλούσε φως!Ήταν εκείνη που έδινε φως στον σκοτεινό του κόσμο, που έκανε το γκρίζο της Αθήνας να θυμίζει κάτι άλλο. Σε άλλες επιστολές την αποκαλεί “Ραχήλ”, απέφευγε ωστόσο να την αποκαλεί με το πραγματικό της όνομα.

Την τελευταία μέρα του καλοκαιριού του 1925 θα της γράψει:

«Η αλήθεια είναι πως τα γράμματά σου – και μάλιστα το τελευταίο σου – είναι σαν κάποια ωραία μάτια εκφραστικά που σε κοιτάζουν δακρυοπνιγμένα, μα χωρίς να στάζουνε τα δάκρυά τους, και χωρίς να χάνουν τίποτε από την ομορφιά τους τα μάτια αυτά. Μάλιστα γίνονται ομορφότερα. Μα η αλήθεια είναι πως θα τα ήθελα τα μάτια αυτά (παραμερίζοντας κάθε αισθητικό εγωισμό), πως θα τα ήθελα να μη πνίγονται δακρυσμένα, θα τα ήθελα ολοκάθαρα να λάμπουν και να χαμογελούν με το χαμόγελο εκείνο των ωραίων ματιών που κάποτε και πότε είναι εκφραστικώτερο και ποθητότερο από το χαμόγελο που ανατέλλει στα χείλη• κάποτε και πότε σημειώνω, γιατί δεν είναι τίποτε ωραιότερο – καθώς κάπου το παρατηρεί και ο Τολστόης – από το χαμόγελο του ανθρώπου• το μειδίαμα, βέβαια, που κέντρο του το στόμα είναι, μα που απλώνεται φωτίζοντας, με το φως μιας αυγής, ολόκληρο το πρόσωπο…

Τα γράμματά σου πώς πονούν! Παλμός τους είναι η μελαγχολία, μια deception τα τρεμοσαλεύει κ’ ένας φόβος τα κιτρινίζει. Αστείος και αφελής θα ήμουν αν προσπαθούσα να σε παρηγορήσω. Μα και δεν πρέπει να σου σιωπήσω δυο πράγματα: Πρώτα, πως μου δίνουν κ’ εμένα ένα πένθος που όσο κι αν είναι δυσκολοέκφραστο, εύκολα θα μπορής να το εννοήσης. Επειτα και μαζί πως μου δίνουν μια χαρά. Το πένθος είναι από το πένθος σου, και η χαρά από τη σκέψη πως με θεωρείς άξιο της εμπιστοσύνης σου ώστε να γέρνης προς την ψυχή μου το πρόσωπο της θλίψης σου“.

Ο αποχωρισμός τους έγινε όταν το 1935 η Ελένη έφυγε για την Αφρική. Η αρρώστια προχωρούσε, η ζωή της ήταν αβέβαιη. Ο Παλαμάς έμεινε πίσω, πιο μόνος απο ποτέ στην Αθήνα, στο σπίτι του, και στα ποιήματά του Δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ….δεν της είπε καν αντίο.

Η φυγή της Ελένης στην Αφρική δεν ήταν μόνο για την υγεία της – ήταν και μια φυγή από κάτι που δεν μπορούσε να ζήσει. Εκεί έζησε σιωπηλά, μακριά από την Αθήνα και το παρελθόν. Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Δεν μίλησε ποτέ δημόσια για εκείνον. Τα γράμματά του έμειναν καλά φυλαγμένα. Ίσως από σεβασμό. Ίσως επειδή κάποιες ιστορίες είναι πιο δυνατές όταν μένουν ατελείωτες.

Ο Παλαμάς πεθαίνει στις 27 Φεβρουαρίου 1943. Η Αθήνα είναι σκλαβωμένη, οι Γερμανοί στους δρόμους. Στην κηδεία του, ο κόσμος μαζεύεται αυθόρμητα. Δεν είναι μια απλή κηδεία. Γίνεται αντικατοχική διαδήλωση. Ο κόσμος φωνάζει «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει».

Ο θάνατος του μεγάλου ποιητή σηματοδότησε μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές της Κατοχής. Έγινε σύμβολο εθνικής ενότητας και αντίστασης, σε μια Ελλάδα που υπέφερε από την πείνα και την καταπίεση.

Εκείνη γύρισε έναν χρόνο μετά τον θάνατό του, το 1944.

Σχετικά άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button