«Ελληνικές εκφράσεις» που όλοι λέμε και η κάθε μια έχει την ιστορία της

Υπάρχουν κάποιες εκφράσεις που όλοι έχουμε πει .Πολλοί όμως δεν γνωρίζουν την ιστορία που κρύβει κάθε μια από αυτές .
Η τρελοκαμπέρω!
Είναι μια λέξη που προέρχεται από όνομα πραγματικού προσώπου -χωρίς καν να το γνωρίζουν ακόμα και πολλοί από όσους την έχουν χρησιμοποιήσει. Μιλάμε για τον χαρακτηρισμό «τρελοκαμπέρω» που έχει την έννοια της απερίσκεπτης, της γυναίκας που κάνει «τρέλες» χωρίς δεύτερη σκέψη. Από πού βγήκε; Από το όνομα ενός εξαιρετικού ανδρός, ο οποίος έμεινε στην ιστορία για την τόλμη, την επιδεξιότητα και τη γενναιότητά του.
Ο γεννημένος το 1883 Δημήτρης Καμπέρος έγινε το 1912 ο πιλότος που πραγματοποίησε την πρώτη πτήση με στρατιωτικό αεροπλάνο στην Ελλάδα. Απέκτησε φήμη για τις παράτολμες επιδείξεις του και για τις ριψοκίνδυνες αποστολές του. Οι συνάδελφοί του τον φώναζαν «Τρελοκαμπέρο». Πέθανε στην κατοχή το 1942 από διαρροή αερίου στο σπίτι του. Η φήμη από τις «τρέλες» του, όμως, παρέμεινε ζωντανή.
Τόφαλος
Μια άλλη περίπτωση κύριου ονόματος που πια χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό -εδώ όμως σίγουρα περισσότεροι γνωρίζουν την ιστορία- είναι η λέξη «τόφαλος». Τη χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε κάτι το τεραστίων διαστάσεων, προέρχεται όμως από το όνομα του θρυλικού Πατρινού πρωταθλητή της άρσης βαρών, Δημήτρη Τόφαλου.
Έφαγα «χυλόπιτα»!
Μια πολύ ωραία ιστορία φαίνεται πως κρύβεται πίσω από τη -λυπητερή- φράση «έφαγα χυλόπιτα» .Σήμερα αντιστοιχεί περισσότερο στην ερωτική απόρριψη, όμως στο παρελθόν (γύρω στο 1815), ένας εμπειρικός γιατρός από τα Ιωάννινα, ο Παρθένης Νένιμος υποστήριξε πως είχε βρει το φάρμακο για την ερωτική απογοήτευση -που έπεται της απόρριψης.
Ηταν ένας σιταρένιος χυλός, μια -χυλό- πίτα, η οποία έπρεπε να φαγωθεί για τρεις μέρες κάθε πρωί με άδειο στομάχι. Θαύματα στους ερωτευμένους μπορεί να μην έκανε, ωστόσο το θαύμα της στη γλώσσα είχε συντελεσθεί.
Ο μήνας έχει εννιά.
Η επικρατέστερη εκδοχή για τη φράση αυτή είναι ότι, στα πρώτα χρόνια του νέου ελληνικού κράτους, οι δημόσιοι υπάλληλοι πληρωνόντουσαν κάθε εννιά ημέρες! Όχι κάθε μήνα που επικράτησε αργότερα. Από αυτή, λοιπόν, την αιτία πιστεύεται ότι βγήκε η φράση: “ο μήνας έχει εννιά”.
Υπάρχει και παλιό τραγούδι που το λέει (“…και ο μήνας έχει εννιά”), ίσως για να τονίσει το… αραλίκι των δημοσίων υπαλλήλων. Μια άλλη εκδοχή ανάγει τη φράση στην απάντηση που έδωσαν οι Σπαρτιάτες στους Αθηναίους, όταν αυτοί τους ζήτησαν βοήθεια για να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες: «Είναι εννέα του μηνός και δεν είναι γιομάτο το φεγγάρι…»!
“Αστον να κουρεύεται”
Στα Βυζαντινά χρόνια ήταν σύνηθες θέαμα η διαπόμπευση. Οι Βυζαντινοί πολίτες αρέσκονταν να πηγαίνουν στις πλατείες και στους δρόμους, για να παρακολουθήσουν μια διαπόμπευση. Οι τιμωρούμενοι ήταν κλέφτες, ριψάσπιδες, μέθυσοι, αντάρτες, αλλά και εξέχοντα πρόσωπα!
Η πρώτη ενέργεια εναντίον του διαπομπευόμενου ήταν να τον κουρέψουν! (κάτι σαν “τέντι-μπόι”, δηλαδή). Εθεωρείτο δε μεγάλη προσβολή να κουρέψεις κάποιον, ακριβώς όπως στα χρόνια της Επανάστασης (1821) ήταν προσβολή να πεις σε κάποιον ότι θα του ξυρίσεις το μουστάκι!Φράσεις όπως “άστον να κουρεύεται” και “άντε να κουρεύεσαι”, αφορούσαν σε άτομα τόσο “σκάρτα”, ώστε να τους αξίζει η διαπόμπευση.
“Χρωστάει της Μιχαλούς
Η λαϊκή έκφραση συνδέεται με τη μετεπαναστατική ζωή στο Ναύπλιο, πρωτεύουσα τότε της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, μετά την επανάσταση του 21 υπήρχε στο Ναύπλιο μια ταβέρνα που ανήκε σε μια γυναίκα, τη Μιχαλού.
Η Μιχαλού είχε το προτέρημα να κάνει «βερεσέδια» αλλά υπό προθεσμία. Μόλις εξαντλείτο η προθεσμία – και η υπομονή της – στόλιζε τους χρεώστες της με «κοσμητικότατα» επίθετα. Όσοι τα άκουγαν, ήξεραν καλά ότι αυτός που δέχεται τις «περιποιήσεις» της «χρωστάει της Μιχαλούς».
Μυρίζω τα νύχια μου
Η φράση προέρχεται από την αρχαία τελετουργική συνήθεια, κατά την οποία οι ιέρειες των μαντείων βουτούσαν τα δάχτυλά τους σ’ ένα υγρό με βάση το δαφνέλαιο, τις αναθυμιάσεις του οποίου εισέπνεαν καθώς τα έφερναν κατόπιν κοντά στη μύτη τους και μ’ αυτό τον τρόπο έπεφταν σ’ ένα είδος καταληψίας κατά την οποία προμάντευαν τα μελλούμενα.
Μάλλιασε η γλώσσα μου
Στη βυζαντινή εποχή υπήρχαν διάφορες τιμωρίες, ανάλογες, βέβαια, με το παράπτωμα. Όταν π.χ. ένας έλεγε πολλά, δηλαδή έλεγε λόγια που δεν έπρεπε να ειπωθούν, τότε τον τιμωρούσαν με έναν τρομερό τρόπο.
Του έδιναν ένα ειδικό χόρτο που ήταν υποχρεωμένος με το μάσημα να το κάνει πολτό μέσα στο στόμα του. Το χόρτο, όμως, αυτό ήταν αγκαθωτό, στυφό και αρκετά σκληρό, τόσο που κατά το μάσημα στο στόμα του πρηζόταν και η γλώσσα, το ελατήριο δηλαδή της τιμωρίας του, άνοιγε, μάτωνε και γινόταν ίνες-ίνες, κλωστές-κλωστές, δηλαδή, όπως είναι τα μαλλιά.
Από την απάνθρωπη τιμωρία βγήκε και η παροιμιώδης φράση : «μάλλιασε η γλώσσα μου«, που τις λέμε μέχρι σήμερα, όταν προσπαθούμε με τα λόγια μας να πείσουμε κάποιον για κάτι και του το λέμε πολλές φορές.
Μου έφυγε το καφάσι
Στα Τούρκικα καφάς θα πει κεφάλι, κρανίο. Όταν, λοιπόν, η καρπαζιά, που έριξαν σε κάποιον είναι δυνατή λέμε :» του έφυγε το καφάσι», δηλαδή, του έφυγε το κεφάλι από τη δύναμη του κτυπήματος.
Τουμπεκί
«Τουμπεκί » λέγεται τουρκικά ο καπνός για τον αργιλέ, που τον κάπνιζαν στα διάφορα καφενεία της παλιάς εποχής. Τον αργιλέ τον ετοίμαζαν οι «ταμπήδες» των καφενείων και επειδή αυτοί έπιαναν την κουβέντα κι αργούσαμε τον πάνε στον πελάτη, εκείνος με τη σειρά του φώναζε: «κάνε τουμπεκί ».
Όσοι κάπνισαν ναργιλέ ήταν και από φυσικού τους λιγομίλητοι και δεν τους άρεσε η «πάρλα», οι φλυαρίες. Με τις ώρες κρατούσαν στα χείλη τους το «μαρκούτσι» του ναργιλέ, απολαμβάνοντας μακάρια και σιωπηλά το τουμπεκί, που σιγόκαιγε στο λούλα.
Και αν κάνεις, που κι αυτός κάπνιζε ναργιλέ δίπλα του, άνοιγε πλατιά κουβέντα, οι μερακλήδες της παρέας του έλεγαν: « Κάνε τουμπεκί», δηλαδή, κάπνιζε και μη μιλάς. Τώρα για το « ψιλοκομμένο » τουμπεκί, ήταν η τέχνη του «ταμπή» να του το προσφέρει ψιλοκομμένο, που ήταν και καλύτερο.
Έφαγε το ξύλο της χρονιάς
Στο Βυζάντιο οι δάσκαλοι ήταν, σχεδόν όλοι, καλόγεροι και παπάδες. Φυσικά, έδερναν κι αυτοί τους μαθητές, αλλά μόνο μια φορά το χρόνο. Δηλαδή τον Αύγουστο, που σταματούσαν τα μαθήματα – για να ξαναρχίσουν, πάλι, τέλη Σεπτεμβρίου – κάθε μαθητής ήταν υποχρεωμένος να περάσει από τον παιδονόμο, για να φάει το. .ξύλο του.
Έτσι είχαν την εντύπωση, ότι τον ένα μήνα, που θα έλειπαν από το σχολείο, θα ήταν φρόνιμοι. Από αυτό βγήκε και η φράση: «έφαγε το ξύλο της χρονιάς του«, που τη λέμε, όταν μαθαίνουμε, πως κάποιος τις έφαγε για τα καλά.
Έφαγε το καταπέτασμα
Για εκείνους που τρώνε πάρα πολύ, τους αδηφάγους ή τους άρπαγες, συνηθίζουμε να μεταχειριζόμαστε την έκφραση αυτή. Παραπέτασμα, κουρτίνα, στόρι, ίσως και τραπεζομάντηλο. Στη φράση αυτός που πήρε ακόμα και το «αταπέτασμα» ή κατά άλλους έφαγε ακόμα και το τραπεζομάντηλο….τόση πείνα είχε….
Του Κουτρούλη ο Γάμος
Κατά τη διαπόμπευση κουρεύανε τον «αμαρτήσαντα«, τον έκαναν δηλαδή «κουτρούλη» (από το κούτρα, που θα πει κεφάλι) κι ύστερα άρχιζε η περιφορά στους δρόμους και στις πλατείες της βασιλεύουσας των πόλεων.
Γινόταν πραγματικό πανδαιμόνιο, με τενεκέδες, σάπια φρούτα, λεμόνια που του πετούσαν, τα κουδούνια που του κρεμούσαν, και τις καμπάνες που τις χτυπούσαν, για να τον υποδεχτούν.
Καβάλησε το καλάμι
Είναι μια έκφραση που ίσως προέρχεται από την Αρχαία Ελλάδα. Οι Σπαρτιάτες το έλεγαν για να πειράξουν τον Αγησίλαο. Ο Αγησίλαος αγαπούσε πολύ τα παιδιά του και όταν ήταν μικρά έπαιζε μαζί τους, καβαλώντας, σαν σε άλογο, ένα καλάμι.
Κάποια μέρα όμως τον είδε ένας φίλος του σε αυτή την στάση και ο Αγησίλαος τον παρακάλεσε να μην πει τίποτα σε κανέναν. Αλλά εκείνος δεν κράτησε τον λόγο του και το είπε σε άλλους, για να διαδοθεί σιγά – σιγά σε όλους και να φθάσει στις μέρες μας, με αλλαγμένη την ερμηνεία του (το λέμε όταν θέλουμε να πούμε για κάποιον ότι πήραν τα μυαλά του αέρα).
Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά
Έχει τις ρίζες του στο Βυζάντιο. Την εποχή λοιπόν που οι Τούρκοι προσπαθούσαν να καταλάβουν την Πόλη, χρησιμοποιούσαν εμπορικά πλοία στα οποία έδεναν ένα μικρό καραβάκι από πίσω προκειμένου να μεταφέρουν τα πυρομαχικά.
Το καραβάκι αυτό είχε σχήμα αχλαδιού. Έτσι λοιπόν όταν οι φρουροί των τειχών έβλεπαν ένα τέτοιο πλοίο καταλάβαιναν από το καραβάκι ότι ήταν πολεμικό και όχι εμπορικό. Φώναζαν λοιπόν για να προειδοποιήσουν τους υπολοίπους «Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά»αναφερόμενοι στο καραβάκι με τα πυρομαχικά.
Αυγά σου καθαρίζουν;
Τη λέμε δε, όταν βλέπουμε κάποιον να γελά χωρίς λόγο και αφορμή. Μια φορά το χρόνο, οι Ρωμαίοι γιόρταζαν -για να τιμήσουν την Αφροδίτη και το Διόνυσο– μ’ έναν πολύ τρελό και παράξενο τρόπο: Κάθε 15 Μαΐου, έβγαινε ο λαός στις πλατείες και άρχιζε τον «πετροπόλεμο» με. αυγά μελάτα!
Χιλιάδες αυγά ξοδεύονταν εκείνη την ημέρα για διασκέδαση κι ο κόσμος γελούσε ξεφρενιασμένα. Τα γέλια αυτά εξακολουθούσαν για βδομάδες ολόκληρες.
Στη γιορτή αυτή δεν έπαιρναν μέρος μονάχα οι πολίτες, που ήταν κατώτερης κοινωνικής θέσης, αλλά και ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι, στρατηγοί, άρχοντες, Ρωμαίες δεσποινίδες και αυτοκράτορες καμιά φορά. π. χ. ο «αυγοπόλεμος» ήταν μια από τις μεγάλες αδυναμίες του Νέρωνα, που πετούσε αυγά στους αξιωματικούς και τους ακόλουθους των ανακτόρων του, χωρίς να είναι η μέρα της γιορτής των αυγών. Στο Βυζάντιο φαίνεται πως η γιορτή έγινε της μόδας, για πολύ λίγο διάστημα όμως.Σε πολλά βυζαντινά κείμενα, αναφέρεται συχνά, αλλά μόνο με δύο – τρία λόγια. Έτσι από το περίεργο αυτό έθιμο – που η αιτία του χάνεται στα βάθη των αιώνων – έμεινε η ερωτηματική φράση: «αυγά σου καθαρίζουνε;».
Κατά φωνή κι ο γάιδαρος
Από τα αρχαία χρόνια, οι άνθρωποι αγαπούσαν αυτό το ζώο, όχι μόνο για την υπομονή, αλλά και την αντοχή του στη δουλειά. Η ιστορία αυτής της φράσης έχει να κάνει με τον Φωκίωνα που ετοιμαζόταν να επιτεθεί στους Μακεδόνες του Φιλίππου, αλλά δεν ήταν και τόσο βέβαιος για το αποτέλεσμα, επειδή οι στρατιώτες του ήταν λίγοι.
Τότε αποφάσισε, από ότι έχουμε διαβάσει, να αναβάλει για λίγες μέρες την επίθεση του, ώσπου να του στείλουν τις επικουρίες, που του είχαν υποσχεθεί οι Αθηναίοι. Πάνω, όμως, που ήταν έτοιμος να διατάξει υποχώρηση, άκουσε ξαφνικά τη φωνή ενός γαϊδάρου στο στρατόπεδο του:
– Κατά φωνή κι ο γάιδαρος… είπε τότε.
Εnjoy News