Αλέκος Τζανετάκος ο πιο καλός «καρπαζοεισπράκτορας»του Ελληνικού κινηματογράφου
Τα δύσκολα παιδικά του χρόνια και οι 17 αρραβώνες του!

Ο Αλέκος Τζανετάκος ήταν Έλληνας ηθοποιός του ελληνικού κινηματογράφου και σεναριογράφος. Ήταν ευρύτατα γνωστός και ως “ο καρπαζοεισπράκτορας”, παρατσούκλι που του έδωσε ο κόσμος για τις καρπαζιές που έτρωγε στους κινηματογραφικούς του ρόλους.
Ο Αλέκος Τζανετάκος γεννήθηκε το 1937 στην Αθήνα. Έμεινε ορφανός από μικρός και μεγάλωσε με τη μητέρα του και τις τέσσερις αδελφές του στα Μανιάτικα του Πειραιά (Τρεις από τις τέσσερις αδελφές του, η Άννα, η Νινή και η Κάσσυ, ακολούθησαν τα χνάρια του με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Τζάνετ). Τελείωσε νυχτερινό γυμνάσιο στον Πειραιά, δουλεύοντας το πρωί ως μεταλλουργός. Σπούδασε υποκριτική στη Δραματική Σχολή του «Θεάτρου Τέχνης- Κάρολος Κουν» και την Ανωτέρα Σχολή Κινηματογράφου του Λυκούργου Σταυράκου.
Στο θέατρο πρωτοεμφανίστηκε το 1957 στο έργο «Οι Δικοί μας Άνθρωποι» των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου και συνέχισε σε ρόλους κλασσικού ρεπερτορίου, με το Περιφερειακό Θέατρο Θεσσαλονίκης του Κώστα Χατζώκου, σε τουρνέ ανά την Ελλάδα. Καθιερώθηκε ως πρωταγωνιστής στο πλευρό σπουδαίων κωμικών.
Κανείς δεν τον άκουσε ποτέ να κλαίγεται, να παραπονιέται ή να παρακαλά για έναν ρόλο, καθώς τα συμβόλαια έπεφταν βροχή για τον λαϊκό αυτό ήρωα.
Αξιοπρεπής, αυτάρκης και πλασμένος με τη στόφα του καλλιτέχνη, ο Τζανετάκος ήταν εκτός πλατό και τα παρασκήνια ότι έδειχνε και στους ρόλους του: το φιλαράκι που έσπαγε πλάκα με τη ζωή και τη γλεντούσε όπως της έπρεπε, παραμένοντας η ψυχή της παρέας με τα χωρατά και τα καλαμπούρια του.
Ο ίδιος είχε πει μιλώντας για την ζωή του:
«Κοιμόμασταν στρωματσάδα στην αυλή και από πάνω ένα τεράστιο γιασεμί μοσχοβολούσε καθώς μας έπαιρνε ο ύπνος. Τι ομορφιά, Θεέ μου, σ’αυτή τη γειτονιά!»
«Εμεινε η μάνα μου χήρα στα είκοσι εννιά της χρόνια, καλλονή ήταν, πολύ όμορφη γυναίκα και έκτοτε, όχι, δεν ξαναπαντρεύτηκε, γιατί είχε πολλές προτάσεις, δεν ξανάβαλε κραγιόν στα χείλη της! Αφιέρωσε τη ζωή της στα παιδιά της, που πάσχισε να τα μεγαλώσει, και θυμάμαι, μού ’λεγε η καημένη: “άκουσε, αγόρι μου. Εκανα τα πάντα για να σας μεγαλώσω, ένα μόνο δεν έκανα, δεν έγινα πόρνη”. Εκεί στα Μανιάτικα ξεκίνησα τη ζωή μου, ο μοναδικός άντρας στην οικογένεια, πώς να ζήσουμε πέντε ορφανά, άρχισα κι εγώ να δουλεύω κάνοντας οποιαδήποτε δουλειά. Σφουγγαρίκι στις αυλές και στα πεζοδρόμια των πλουσίων, δεν ντρεπόμουνα, αλλά ποτέ δεν ζητιάνεψα. Θυμάμαι τη μάνα μου που μας έκοβε μία μικρή φέτα ψωμί, την έβρεχε και την πασπάλιζε με ζάχαρη ή κάποιες φορές την άλειφε με θρεψίνη και περιμέναμε πότε θα ’ρθει η Κυριακή να φάμε κρέας με μακαρόνια, μετά το κατηχητικό.
Η μεγάλη θεατρική του επιτυχία ήταν «Ο τρελός του Λούνα Παρκ» του Γιώργου Λαζαρίδη, που ανέβηκε το 1969 στο θέατρο «Παρκ», του οποίου ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής, με πρωταγωνιστές τον Θανάση Βέγγο και τη Σμαρούλα Γιούλη. Το έργο γνώρισε μεγάλη επιτυχία, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου περιόδευσε ο θίασος.
Στον κινηματογράφο, από όπου έγινε και ευρύτατα γνωστός, εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1956, στην ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου «Η αρπαγή της Περσεφόνης», σε σενάριο Ιάκωβου Καμπανέλη. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τη «Φίνος Φιλμ», με την οποία γύρισε πολλές ταινίες, σε ρόλους «επιπόλαιου νέου», «γκαφατζή» και «καρπαζοεισπράχτορα».
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 αποσύρθηκε από το θέατρο και τον κινηματογράφο και ασχολήθηκε με τη συγγραφή σεναρίων για βιντεοταινίες, στις οποίες πρωταγωνίστησε ο ίδιος. Έμενε στο Παλαιό Φάληρο και μετακινείτο με την αγαπημένη του μηχανή.
Λάτρευε τις γυναίκες (17 φορές αρραβωνιάστηκε, όπως είχε δηλώσει, αλλά ποτέ δεν προχώρησε σε γάμο) και είχε πάθος με τον μηχανοκίνητο αθλητισμό, ο οποίος του χάρισε πολλές επιτυχίες.
Ο Αλέκος Τζανετάκος πέθανε από καρδιακή προσβολή στο «Ιπποκράτειο» της Αθήνας, στις 11 Απριλίου 2010, σε ηλικία 73 ετών. Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας, εξαιτίας ανευρύσματος αορτής.