ΑΠΟΨΕΙΣ

Η εκφραστικότητα στον λόγο και την τέχνη: ο Wittgenstein ανάμεσα σε Hume και Croce.

Γράφει ο Δημήτριος Δακρότσης,                      

Διδάκτωρ Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών.

 

 Μία ενδιαφέρουσα σύνδεση μεταξύ γλώσσας και έκφρασης, επιχειρεί ο Ludwig Wittgenstein σε μία από τις πρώτες σημειώσεις του στο συμπίλημα Φιλοσοφική Γραμματική διατυπώνοντας ότι η κατανόηση μιας πρότασης έχει συγγένεια με την αισθητικο-λογική κατανόηση ενός μουσικού κειμένου. Γιατί  ένα μουσικό έργο πρέπει να εκτελεστεί με τον ένα η τον άλλο τρόπο; Γιατί η αυξομείωση έντασης, ρυθμού, οι αλλαγές μελωδίας και αρμονίας θεωρούνται οργανικά συνδεδεμένες, όπως ακριβώς συμβαίνει και στις προτάσεις του λόγου;

Ο Wittgenstein παραδέχεται ότι όλοι γνωρίζουμε πώς αλληλεπιδρούν οι παραπάνω συσχετισμοί. Εάν ωστόσο μας ρωτήσουν να περιγράψουμε τους μηχανισμούς τους, δεν μπορούμε να επικαλεστούμε την λογική, αλλά μόνο την φαντασία: μπορούμε για παράδειγμα, να μετατρέψουμε την μουσική εικόνα σε εικόνα κάποιου άλλου γεγονότος και να αφήσουμε τις δύο εμπειρίες να διαφωτίσουν η μία την άλλη. Και η εικόνα; Πώς επεξεργάζεται ο νους την εικόνα;

Για να περιγράψει το είδος της γνώσης που προκαλεί η αισθητική πρόληψη διαμέσου οπτικής αναπαράστασης, ο Wittgenstein επιχειρεί μία δεύτερη σύνδεση διερωτώμενος υποθετικά: μπορούμε να κατανοήσουμε αισθητικά έναν πίνακα όπου απεικονίζονται σημεία και γραμμές, που δεν παραπέμπουν σε κάποια γνωστή μορφή; Η απάντηση είναι αρνητική. Ο Αυστριακός φιλόσοφος παρατηρεί, ότι αδυναμία κατανόησης έχουμε και όταν είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε την εικόνα ως οριοθετημένη χωρική αναπαράσταση, με μορφές αναγνωρίσιμες προς το σχήμα, ωστόσο ανοίκειες προς την εμπειρία. Στην περίπτωση αυτή, η μη κατανόηση δεν προκαλείται από την ασάφεια του περιγράμματος των μορφών, αλλά του περιεχομένου τους.  

Για να μας δείξει πώς συνδέονται οι μορφές με το περιεχόμενο, ο Wittgenstein μας προσκαλεί σε ένα παιχνίδι εμπειρίας: ας υποθέσουμε ότι σε έναν πίνακα είναι ζωγραφισμένοι άνθρωποι ύψους ενός εκατοστού. Εάν είχαμε δει πραγματικούς ανθρώπους αυτού του μεγέθους, θα θεωρούσαμε την αναπαράσταση ακριβή: εδώ οι μορφές εξαντλούν τις συνθετικές δυνατότητες της εμπειρίας και η φαντασία μας λειτουργεί περισσότερο λογικά και λιγότερο αισθητικά, δεδομένου ότι έργο της δεν είναι η αισθητική διαπραγμάτευση, αλλά η επιβεβαίωση των μορφών.

Όταν όμως εποπτεύουμε αισθητικά εικόνες της βιωματικής εμπειρίας, τα πράγματα είναι διαφορετικά: η αισθητική εποπτεία, ως αυτόνομη δραστηριότητα του νου, αυτορυθμίζεται προκειμένου να κατανοήσει το αισθητικό αντικείμενο, στην μετρική κλίμακα που του αναλογεί κατανοώντας το ως μικρογραφική αναπαράστασή του.

Για παράδειγμα, η αναπαράσταση ενός ζωγραφισμένου κύβου δεν είναι ανεξάρτητη από την εμπειρία ενός χωρικά τρισδιάστατου κύβου, πράγμα που σημαίνει ότι ο σχεδιασμός του, ουδόλως στερεί από την φαντασία μας να εποπτεύσει αισθητικά τα χαρακτηριστικά του μορφικού περιεχομένου της τρίτης διάστασης. Εάν όμως ο ζωγράφος αλλοιώσει κάποια από τα βασικά χαρακτηριστικά του κύβου, έτσι ώστε να αναγνωρίζουμε την μορφή, αλλά όχι την φυσική της θέση στην μετρική κλίμακα των δύο σχεδιαστικών διαστάσεων, η φαντασία μας δεν θα μπορεί να εποπτεύσει αισθητικά την τρίτη διάσταση. Εδώ τίθεται ζήτημα αναγνώρισης της βασικής ιδιότητας της μορφής, που είναι το περιεχόμενό της.    

Κατά την σύνδεση γλώσσας-μουσικής, ο Αυστριακός φιλόσοφος εντοπίζει συγγενή χαρακτηριστικά των ενεργειών του νου, που αφορούν στην κατανόηση γλωσσικού και μουσικού νοήματος: ό,τι κοινό χαρακτηρίζει γλώσσα και μουσική είναι οι τρόποι εκφοράς και πρόσληψής τους. Στην αδυναμία μας να απαντήσουμε στο «τι γνωρίζουμε εν τέλει για όλα αυτά», ο Wittgenstein προτείνει να επιστρατεύσουμε  την ζωντανή φαντασία. Γιατί; Δεν αρκεί η εννοιολογική ανάλυση χαρακτηριστικών του ήχου και της γλώσσας;

«Ας μετατρέψουμε την μουσική εικόνα σε εικόνα κάποιου άλλου γεγονότος», προτείνει ο Wittgenstein, δηλώνοντας ότι η ταύτιση μορφών αποτελεί ασφαλή τρόπο αποσαφήνισης του αισθητικού νοήματος. Η δε παρότρυνση «ας αφήσουμε τις δύο εικόνες να διαφωτίσουν η μία την άλλη» αναφέρεται στην ελευθερία, ως προϋπόθεση για μία μια καθαρή αναγνώριση. Η φαντασία επομένως αποτελεί κινητήριο αρχή της αισθητικής εποπτείας και εκδηλώνεται ως έκφραση: έκφραση ατομική, απαλλαγμένη από εννοιολογικούς περιορισμούς, προσανατολισμένη να δημιουργεί συνθέσεις διαμέσου μιας διαισθαντικής εναρμόνισης. Τι σημαίνει ωστόσο ελεύθερη έκφραση και πώς γενικεύεται;

Ξεκινάμε από το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος, σημειώνοντας ότι οι σύγχρονες επιστημονικές έρευνες έχουν αποκαλύψει ότι οι αντιλήψεις που σχηματίζουμε για την πραγματικότητα δεν είναι τίποτε περισσότερο από επιφαινόμενα των αισθήσεών μας. Περαιτέρω, ο αισθητός μας κόσμος αποτελείται περίπλοκους συνδυασμούς πληροφοριών. Επιστρατεύοντας τον νου, αλλά και το συναίσθημα, ο άνθρωπος αποσαφηνίζει πληροφορίες, θέτοντας λογικούς σκοπούς.

Κάθε οργανισμός έχει την ικανότητα να απομονώνει στοιχεία των φυσικών μεταβολών που είναι κατεξοχήν χρήσιμα για την επιβίωσή του. Για το είδος μας, αυτό μπορεί εύκολα να επιβεβαιωθεί πειραματικά εάν παρατηρήσουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος των δεδομένων που προσλαμβάνουμε διαμέσου των αισθήσεων δεν εντυπώνονται στην μνήμη μας τυχαία, αλλά βάσει ενός σύνθετου προγράμματος εγκεφαλικών λειτουργιών. Το γεγονός ότι ακόμη και το πιο παρατηρητικό άτομο δεν θα μπορούσε να συγκρατήσει στην μνήμη του το σύνολο των ορατών μορφών σε έναν χώρο, σημαίνει ότι ο νους είναι προσανατολισμένος να επιλέγει μορφές που η γνώση τους φαίνεται περισσότερο ενδιαφέρουσα ή ωφέλιμη. Και πώς λειτουργεί το συναίσθημα στην αποκάλυψη της αισθητικής πληροφορίας;

Ανατρέχουμε στον Διαφωτισμό και συγκεκριμένα σε έναν από τους πρωτεργάτες του, τον David Hume, ο οποίος διατυπώνει όλοι έχουμε την έμφυτη δυνατότητα να αναγνωρίζουμε τα εκδηλωμένα συναισθήματα των συνανθρώπων μας, επομένως -προσθέτω- γιατί όχι και μέρος της μορφής ή του περιεχομένου της αισθητικής εποπτείας, με την οποία εκφράζονται τα συναισθήματα αυτά. Το ότι οι εμπειρίες γενικεύονται ενσυναίσθητα, ως επιβεβαιωμένες εκφράσεις, που στο επόμενο επίπεδο, μπορούν να αναλυθούν και εννοιολογικά είναι μία προοπτική που κατά την γνώμη μου βρίσκεται πολύ κοντά στην αλήθεια και θα ήταν χρήσιμο να εξεταστεί και πειραματικά.    

Σε σχέση με το πρώτο σκέλος του ερωτήματος, ανατρέχουμε στον Ιταλό φιλόσοφο Benedetto Croce και την κατάφασή του, ότι η αισθητική εποπτεία είναι για τον νου πρωτίστως το εκφραστικό αποτύπωμα, το οποίο είναι εν δυνάμει μετατρέψιμο σε λογική γνώση. Η αισθητική εποπτεία ουδόλως ενδιαφέρεται για το εάν οι αισθήσεις μας είναι ατελείς, δεδομένου μια τέτοια γνώση άπτεται της λογικής. Τα κενά της αισθητικής εποπτείας καλύπτονται από φαντασία, την ελεύθερη ενατένιση της γνώσης των μορφών. Το σημείο αυτό διαφωτίζει ο Wittgenstein, στην πρόταση ότι εφόσον «δεν μπορούμε να μεταφράσουμε την μουσική εικόνα σε εικόνα κάποιου άλλου γεγονότος, «ας αφήσουμε τις δύο εικόνες να διαφωτίσουν η μία την άλλη».

Είναι φανερό, ότι εδώ ο Αυστριακός φιλόσοφος συνδέει την φαντασία με την ελεύθερη αισθητική εποπτεία και την λογική με την αυστηρή περιγραφή. Τίποτε ωστόσο δεν μπορεί να στερήσει την ελευθερία από τον επιστήμονα, τον καλλιτέχνη αλλά και τον απλό άνθρωπο, να υποθέσει ότι κάθε πρόταση της λογικής, μπορεί να εκφραστεί αισθητικά. Αρκεί να ανατρέξουμε στις προηγούμενες προτάσεις του Wittgenstein, στο πνεύμα του λόγου του, την ιδιαίτερη γλώσσα που χρησιμοποιεί, για να κατανοήσουμε το ελεύθερο περιβάλλον μέσα στο οποίο κινείται η φαντασία. Εν προκειμένω, ο Wittgenstein μας προκαλεί να αφήσουμε την ροή της εκφραστικότητάς μας να ξεδιπλωθεί ελεύθερα, προκειμένου να κατανοήσουμε αισθητικά την αλληλεπίδραση μορφών αλλά και εννοιών: η εμπειρία της νέας μορφής θα διαφωτίσει τις προηγούμενες και θα δώσει πλουσιότερο εκφραστικό έναυσμα. Μπορεί ωστόσο η φαντασία να καλλιεργηθεί;  

Οι καλλιτεχνικοί συνδυασμοί είναι τόσοι, όσοι και οι εμπειρίες, ενώ, όπως είπαμε, ο λογικός εντοπισμός τους περιορίζεται στις στοιχειώδεις περιγραφές των μορφών και όχι στην ουσιώδη φύση τους. Σύμφωνα με την δική μου ανάγνωση του Wittgenstein, ένα τέτοιο συμπέρασμα είναι αρκετό ώστε να παροτρύνει την ατομική φαντασία να καλλιεργείται διαρκώς διαμέσου της ελεύθερης ενατένισης αισθητικών μορφών, που προέρχονται από διαφορετικές εκφραστικές αφετηρίες: όμοια συναισθήματα προκαλούμενα από συνδυασμούς κοινών αισθητικών βιωμάτων, παραπέμπουν σε κοινές αισθητικές εμπειρίες· και οι κοινές αισθητικές εμπειρίες όπως εύστοχα διατύπωσε ο David Hume, μεταδίδονται ενσυναίσθητα, δηλαδή βιωματικά.

 

Σχετικά άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button